στάφ(φ)α

στάφ(φ)α
η, Ν
λουρί που συγκρατεί το παντελόνι τών ιππέων κάτω από το πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. staff a].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σταφ, Λεοπόλδος — (Slaff). Πολωνός ποιητής (1878 1957). Οι σημαντικότερες ποιητικές συλλογές του Η ημέρα της ψυχής (1903), Στα πετεινά του ουρανού (1905), Χαμόγελα των ωρών (1908), Η τρύπα της βελόνας (1927) και τα Τα ψηλά δέντρα, αποχτούν ιδιαίτερη σημασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”